Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2013

Οικονομική ψυχολογία

Η οικονομική ψυχολογία συσχετίζεται με τη μελέτη της οικονομικής συμπεριφοράς, δηλαδή προσπαθεί να εξηγήσει την συμπεριφορά των οικονομικών υποκειμενών απομακρυνόμενος από την βασική αρχή της ορθολογικής οικονομικής συμπεριφοράς. Η οικονομική συμπεριφορά είναι η συμπεριφορά των καταναλωτών, που περιλαμβάνει οικονομικές αποφάσεις και ό,τι έπεται των οικονομικών αποφάσεων. Αυτός ο κλάδος των οικονομικών είναι σχετικά νέος.
Η λήψη οικονομικών αποφάσεων συμπεριλαμβάνει το χρήμα, το χρόνο, και την προσπάθεια που καταβάλλεται για να αποκτηθούν υλικά αγαθά, υπηρεσίες, εργασία, ξεκούραση και την δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε εναλλακτικά προϊόντα, π.χ. εξοικονόμηση χρημάτων ή σπατάλη. Στην πραγματικότητα όλες οι αποφάσεις που περιλαμβάνουν είτε την επιλογή είτε την εμπορία κάποιων υποκατάστατων προϊόντων ή μιας επένδυσης που θα αποφέρει μελλοντικά κέρδη ή οφέλη, καλούνται οικονομικές αποφάσεις. Συντελεστές των οικονομικών αποφάσεων περιλαμβάνουν προσωπικούς, πολιτιστικούς, περιστασιακούς και εν γένει οικονομικούς παράγοντες που κινητοποιούν και επηρεάζουν την λήψη οικονομικών αποφάσεων.
Ορθολογική οικονομική συμπεριφορά είναι η οικονομική συμπεριφορά κατά την οποία το κάθε υποκείμενο παίρνει τέτοιες αποφάσεις, ώστε να μεγιστοποιήσει την ικανοποίησή του με τους δεδομένους πόρους που κατέχει.
Ενώ τα κλασικά οικονομικά ξεκινούν με την υπόθεση ότι οι παίκτες έχουν μια συνάρτηση οφέλους την οποία προσπαθούν συστηματικά να μεγιστοποιήσουν με ορθολογιστικό τρόπο, οι οικονομικοί ψυχολόγοι θεωρούν τους παίκτες όντα δεσμευμένα στις αρχές του ορθολογισμού, τα οποία χρησιμοποιούν διάφορες μεθόδους χωρίς να σκέφτονται ιδιαίτερα. Η οικονομική ψυχολογία δε στηρίζεται στην ύπαρξη του απλοποιημένου οικονομικού υποκειμένου και προσπαθούν να προτείνουν καλύτερα μοντέλα που πηγάζουν από την συμπεριφορά πραγματικών ανθρώπων όπως παρατηρείται σε επιστημονικά πειράματα. Ένα παράδειγμα είναι η «συμπεριφορά του κοπαδιού», σύμφωνα με την οποία το υποκείμενο απλά ακολουθεί τις κινήσεις των άλλων.
Οι συνέπειες της λήψης οικονομικών αποφάσεων είναι η ικανοποίηση και η ευημερία των καταναλωτών, που πηγάζει από την ίδια την κατανάλωση. Η μη ικανοποίηση ενδέχεται να οδηγήσει σε παράπονα προς τον υπεύθυνο παραγωγό ή επιχείρηση. Οι συνέπειες των οικονομικών αποφάσεων παρέχουν κάποιος είδος εμπειρίας στους ανθρώπους που τους επηρεάζει σε μελλοντικές τους αποφάσεις.
Οι περισσότερες θεωρίες του κλάδου πηγάζουν από τα πειραματικά οικονομικά και την εξελικτική βιολογία, ενώ επηρεάζονται και από τη ψυχολογία. Μια πρόσφατη εξέλιξη είναι η χρήση της νευρολογίας (νευροοικονομικά = neuronomics) για τη μελέτη της λήψης αποφάσεων από τον ανθρώπινο εγκέφαλο.
Κατά τη διάρκεια της κλασικής περιόδου, η μικροοικονομία ήταν στενά συνδεδεμένη με την ψυχολογία. Για παράδειγμα, ο Άνταμ Σμιθ (Adam Smith) έγραψε το βιβλίο Η Θεωρία των ηθικών συναισθημάτων, όπου πρότεινε ψυχολογικές εξηγήσεις της ατομικής συμπεριφοράς και ο Τζέρεμυ Μπένθαμ (Jeremy Bentham) έγραψε εκτενώς για το ψυχολογικό υπόβαθρο της χρησιμότητας. Ωστόσο, κατά την ανάπτυξη των νεοκλασικών οικονομικών, οι οικονομολόγοι προσπάθησαν να αναμορφώσουν την επιστήμη των οικονομικών ως φυσική επιστήμη, αντλώντας υποθέσεις για την οικονομική συμπεριφορά από υποθέσεις για τη φύση των οικονομικών ατόμων. Ανέπτυξαν την έννοια του homo economicus, του οποίου η ψυχολογία ήταν ουσιαστικά ορθολογική. Αυτό οδήγησε σε ακούσια και απρόβλεπτα λάθη.
Ωστόσο, πολλές σημαντικοί νεοκλασικοί οικονομολόγοι χρησιμοποίησαν πιο εξελιγμένες ψυχολογικές εξηγήσεις, συμπεριλαμβανομένων των Francis Edgeworth, Vilfredo Pareto, Irving Fisher και John Maynard Keynes. Η οικονομική ψυχολογία εμφανίστηκε τον 20ο αιώνα στα έργα του Gabriel Τarde, George Katona και Laszlo Garai. Η θεωρία χρησιμότητας άρχισε να κερδίζει την αποδοχή, δημιουργώντας υποθέσεις που είναι δυνατόν να επαληθευτούν για τη λήψη αποφάσεων με δεδομένα την αβεβαιότητα και διαχρονική κατανάλωση αντίστοιχα. Παρατηρούμενες και επαναλαμβανόμενες ανωμαλίες αμφισβήτησαν τελικά αυτές τις υποθέσεις, καθώς γίνανε νέα βήματα από τον Νομπελίστα Maurice Allais, για παράδειγμα, στον καθορισμό του παραδόξου Allais, ένα πρόβλημα απόφασης που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1953 το οποίο έρχεται σε αντίθεση με την αναμενόμενη υπόθεση χρησιμότητας.
Στη δεκαετία του 1960 γνωστική ψυχολογία άρχισε να ρίχνει περισσότερο φως στον εγκέφαλο ως συσκευή επεξεργασίας πληροφοριών (σε αντίθεση με τα συμπεριφορισικά μοντέλα). Ψυχολόγοι στον τομέα αυτό, όπως οι Ward Edwards,  Αμος Τβέρσκι και Daniel Kahneman άρχισαν να συγκρίνουν τα μοντέλα τους για τις γνωστικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων βάσει του κινδύνου και της αβεβαιότητας με τα οικονομικά μοντέλα της ορθολογικής συμπεριφοράς. Στη μαθηματική ψυχολογία, υπάρχει ένα μακροχρόνιο ενδιαφέρον για την μεταβατικότητα των προτιμήσεων και το είδος της κλίμακας μέτρησης της χρησιμότητας (Luce, 2000).
 Οι Οικονομικές Επιστήμες* (Ι. Μ. Παπαθανασίου «Μνημόνιο Πολιτικής Οικονομίας») ανήκουν στις κοινωνικές επιστήμες και το αντικείμενό τους είναι η οικονομία υπό την έννοια ότι αυτή αποτελεί το σύνολο των ενσυνείδητων ενεργειών όπου άτομα ή ομάδες ανθρώπων οργανωμένων κοινωνιών καταβάλλουν, προκειμένου να αποκτήσουν «μέσα» που να ικανοποιούν τις ανάγκες τους.
(*) Αρχικά ο όρος φερόταν στον ενικό, Οικονομική Επιστήμη, με την εξέλιξη όμως των επιμέρους τμημάτων σε επιστημονικούς κλάδους με ιδιαίτερο αντικείμενο έρευνας έκαστος λέγεται στον πληθυντικό. Παρά ταύτα συνεχίζεται να χρησιμοποιείται προς διευκόλυνση μελέτης στον ενικό «Οικονομική» Επιστήμη, ή απλούστερα ως Οικονομικά περισσότερο για μαθητεία των οικονομικών όρων στις σύγχρονες αντιλήψεις και θεωρίες.
Αντικείμενο: Οι Οικονομικές επιστήμες ασχολούνται με την έρευνα των οικονομικών φαινομένων όπως τον προσδιορισμό τιμών των αγαθών στην αγορά, την προσφορά και τη ζήτηση αυτών, τις οικονομικές κρίσεις καθώς και τα μέτρα που έλαβαν ή λαμβάνουν κατά καιρούς οι κυβερνήσεις των διαφόρων χωρών για την αντιμετώπισή τους.
Όπως στις φυσικές επιστήμες υφίστανται διάφοροι νόμοι και αρχές που λαμβάνουν χώρα στα διάφορα φυσικά φαινόμενα όπως π.χ. νόμος της βαρύτητας, αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων κ.λπ. έτσι και στις οικονομικές επιστήμες υφίστανται νόμοι και αρχές όπως σταθερές σχέσεις βάσει των οποίων πραγματοποιούνται τα διάφορα οικονομικά φαινόμενα όπως π.χ. ο νόμος της προσφοράς και ζήτησης, η οικονομική αρχή του μεγίστου αποτελέσματος με την ελάχιστη θυσία, ο νόμος της φθίνουσας απόδοσης του εδάφους κ.λπ.
Οι οικονομικοί νόμοι έχουν ιδιαίτερη σημασία αφού χάριν αυτών είναι δυνατή η πρόβλεψη ευμενών ή δυσμενών συνεπειών που είναι δυνατόν να έχει ένα οικονομικό μέτρο ή μια οικονομική ενέργεια ή ακόμα και μια επίσημη δήλωση για κάποια εφαρμογή επ’ αυτών. Οι οικονομικοί νόμοι είναι αυτοί που καθοδηγούν ιδίως τους επιχειρηματίες και προπαντός τις κυβερνήσεις κρατών στις οικονομικές ενέργειές τους. Η αξία συνεπώς και η σημασία των οικονομικών επιστημών είναι τεράστια.
Οι Οικονομικές επιστήμες διαφέρουν των φυσικών με κύριο δεδομένο ότι δεν εφαρμόζεται το πείραμα. Δηλαδή ο οικονομολόγος δεν μπορεί να ζητήσει να επαναλάβει ένα οικονομικό φαινόμενο, όπως αντίθετα μπορεί να επαναλάβει ένας φυσικός, ή χημικός στο εργαστήριό τους, και αυτό διότι οι παράγοντες που συντελούν είναι πολλοί και αστάθμητοι. Στις οικονομικές επιστήμες το αίτιο πολλές φορές γίνεται αποτέλεσμα και το αποτέλεσμα αίτιο. Για παράδειγμα η αύξηση της προσφοράς επιφέρει τη μείωση της τιμής και αυτή με τη σειρά της τη μείωση της προσφοράς.
Γενικά οι οικονομίες στην ουσιαστική τους μορφή όχι μόνο ήταν γνωστές από την αρχαιότητα, αν και στην ελληνική μυθολογία δεσπόζουσα θέση κατέχουν ο Ερμής και ο Πλούτος, αλλά και αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα από τις τότε πόλεις – κράτη (εθνικά αρχαία βασίλεια). Η συνεισφορά των αρχαίων Ελλήνων υπήρξε αναμφισβήτητη. Η κοπή νομισμάτων, (χάλκινων, ασημένιων και χρυσών), οι αρχαίοι αποικισμοί, ακόμα και οι κοινωνικές διακρίσεις και τα τιμοκρατικά πολιτεύματα της αρχαίας Ελλάδας το μαρτυρούν απερίφραστα. Από τα πρώτα εκείνα βήματα την οικονομική έρευνα ασκούσε η φιλοσοφία που παρέμενε όμως περιχαρακωμένη στα πλαίσια του πατριωτισμού – εθνικισμού.
Η μελέτη του πλούτου των λαών ήταν στην πραγματικότητα μελέτη του «δικού μου έθνους» και πως αυτός ο πλούτος θα μπορούσε να προαχθεί. Η δε συμπεριφορά των διαφόρων οικονομικών συστημάτων των αρχαίων βασιλείων αξιολογούνταν σύμφωνα με τη συμβολή τους στην ανάπτυξη του εθνικού πλούτου. Έτσι η φιλοσοφία την εποχή εκείνη συμπλεκόταν περισσότερο για να δικαιολογήσει τις όψεις των κοινωνιών που πάνω τους θεμελιωνόταν η πολιτική.
Ακόμα και σήμερα η οικονομική παρουσιάζει τρεις όψεις, ή ισάριθμες λειτουργίες να επιτελέσει: αφενός να αντιληφθεί τη λειτουργία της οικονομίας, αφετέρου να διατυπώσει προτάσεις βελτίωσης και τέλος να δικαιολογήσει το κριτήριο που λαμβάνει κάθε φορά ως μέτρο βελτίωσης, Το ποιο είναι το επιθυμητό κριτήριο δηλώνει κατ΄ ανάγκη ηθικές και πολιτικές εκτιμήσεις. Συνεπώς η οικονομική κάτω από τα κριτήρια των τριών παραπάνω παραγόντων δεν μπορεί ποτέ να αποτελέσει μια απόλυτα «καθαρή» επιστήμη χωρίς τις προσμίξεις των ανθρωπίνων σχέσεων.
Έτσι δεν θα πρέπει να προκαλεί εντύπωση πως ακόμα και σήμερα σαφής και λιτός ορισμός της οικονομικής δεν υφίσταται, αλλά ούτε και την απορία γιατί η φιλοσοφία ήταν εκείνη που ερευνούσε την οικονομική μέχρι ακόμα τον 17ο αιώνα, όταν στην τότε επανάσταση των Επιστημών αναδείχθηκε αυτή ως επιμέρους κοινωνική επιστήμη.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου